Ροή ιστολογίων

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Για μια χούφτα ευρώ...

Από τις 19 Απριλίου ως το τέλος Μάιου λήγουν δανειακές εκδόσεις του δημοσίου ύψους 23 δις ευρώ, οι οποίες πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν. Σύμφωνα με όσα είπε ο επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ, Πέτρος Χριστοδούλου στην «Frankfurter Allgemeine», το cash-flow του προϋπολογισμού συν τα διαθέσιμα από την έκδοση του δεκαετούς ομολόγου, στις αρχές του μήνα ανέρχονται σε 7 δις ευρώ και άρα το δημόσιο έχει πρακτικά ανάγκη όχι από 23 αλλά από 16 δις ευρώ. Αυτά τα χρήματα, η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να τα δανειστεί με το επιτόκιο που έχει διαμορφωθεί στη δευτερογενή αγορά ομολόγων (6,25%) αλλά με ανάλογο εκείνου που πληρώνει η Ιρλανδία, δηλαδή το επιτόκιο των δεκαετών γερμανικών ομολόγων συν το πολύ 150 μονάδες βάσης. Αυτός είναι ο πυρήνας του ζητήματος, που απειλεί να στείλει τη χώρα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.


Η ελληνική επιδίωξη είναι εύλογη και κάτι παραπάνω από κατανοητή. Αν το επιτόκιο δανεισμού διαμορφωθεί στην ελεύθερη αγορά γύρω στο 6,5%, το δημόσιο θα υποχρεωθεί να καταβάλει τόκο γύρω στα 1.040 εκ. ευρώ, ενώ αν πετύχει όρους ανάλογους με εκείνους της Ιρλανδίας αυτή η επιβάρυνση περιορίζεται στα 800 εκ. ευρώ (με 5%) ή ακόμα και 720 εκ. ευρώ (με 4,5%). Πρόκειται για 240 ως 320 εκ ευρώ το χρόνο παραπάνω, που ήθελε να αποφύγει η ελληνική κυβέρνηση. Το πρόβλημα της δεν ήταν ότι δεν μπορούσε να δανειστεί για να αναχρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις της και τις ανάγκες της - μετά την υπερκάλυψη της έκδοσης του δεκαετούς ομολόγου στις αρχές Μαρτίου για το υπουργείο Οικονομικών αυτό δεν ήταν ζήτημα - αλλά το ύψος του επιτοκίου, με το οποίο θα δανειζόταν. Από καθαρά τεχνική άποψη, ο Γιώργος Παπανδρέου είχε δίκιο: Η Ελλάδα δεν ζητάει και δεν ζήτησε ποτέ «οικονομική βοήθεια». Χαμηλότερα επιτόκια ήθελε.


Μετά το κοινοπρακτικό δάνειο του Μαρτίου, στην οδό Νίκης θεώρησαν ότι ο πιο σύντομος τρόπος να υποχωρήσουν τα επιτόκια θα ήταν μια απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία ενός μηχανισμού δανειακής στήριξης της Ελλάδας, στην περίπτωση που η χώρα μας δεν θα μπορούσε να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες με αποδεκτούς όρους. Εκτίμησαν, ενδεχομένως να εκτίμησαν σωστά, ότι κάτι τέτοιο θα αποθάρρυνε τους κερδοσκόπους, και θα οδηγούσε σε αποκλιμάκωση των spreads ανεξάρτητα από το αν η Ελλάδα θα το χρησιμοποιούσε ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, το υπουργείο Οικονομικών ήταν εκείνο που αναγόρευσε το δανεισμό με επιτόκιο 6,25% αβάσταχτο και «βάρβαρο», καθιστώντας έτσι λογικοφανές το επιχείρημα, πως αν δεν υπάρξει ευρωπαϊκή συμφωνία η Ελλάδα θα αναγκαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ - ας μην ξεχνάμε πως αυτήν την «απειλή» την έριξε πρώτος στο τραπέζι ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Και το υπουργείο Οικονομικών ήταν εκείνο, που καλλιέργησε την προσδοκία, ότι η απόφαση για τον μηχανισμό θα λαμβάνονταν στο Ecofin της 16ης Μαρτίου.


Η δημιουργία ενός μηχανισμού δανειακής στήριξης όμως, χωρίς αλλαγή των συνθηκών, δεν είναι μια απλή απόφαση. Ακόμα και αν ο μηχανισμός αυτός παρέμενε ανενεργός, η ύπαρξη του είχε ως προϋπόθεση την εκ των προτέρων δέσμευση των κρατών μελών της Ευρωζώνης ότι θα είχαν έτοιμα κονδύλια σε συγκεκριμένο ύψος για ένα ενδεχόμενο bail-out, κάτι που στην ουσία παρέκαμπτε και την Συνθήκη του Μάαστριχτ αλλά και το Γερμανικό Σύνταγμα. Για να συναινέσει σε αυτό, η Γερμανία θα έπρεπε να κάνει την υπέρβαση και η γερμανική κυβέρνηση να αγνοήσει τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της, αλλά και τον κίνδυνο μιας συνταγματικής προσφυγής: εκείνοι που είχαν προσφύγει το 1997 εναντίον της εισαγωγής του ευρώ ετοιμάζονταν αυτή τη φορά να πάρουν τη ρεβάνς. Όσο φιλική απέναντι στην Ελλάδα και αν ήθελε να δείχνει η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αυτό ξεπερνούσε τις αντοχές της σε μια προεκλογική περίοδο. Η Γερμανία τορπίλισε τη συμφωνία στο Ecofin της περασμένης Δευτέρας, επικαλούμενη το γεγονός ότι η Ελλάδα «δεν ζητάει οικονομική βοήθεια» και άρα δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Αυτή η γραμμή άμυνας όμως άφηνε ένα παράθυρο ανοικτό, στην περίπτωση που η Ελλάδα θα ζητούσε βοήθεια.


Η Ελλάδα όμως δεν ζητάει βοήθεια. Γιατί δεν το κάνει; Γιατί σύμφωνα με πηγές στο υπουργείο Οικονομικών το να ζητήσεις επισήμως βοήθεια είναι ομολογία χρεωκοπίας, παραδοχή ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις μόνος σου, ότι απέτυχες. Στην κυβέρνηση θεώρησαν ότι θα είναι πιο αποτελεσματικό, αν απειλήσουν την Ευρωζώνη ότι σε περίπτωση που ο μηχανισμός στήριξης της ελληνικής οικονομίας δεν έχει δημιουργηθεί ως το τέλος Μαρτίου, η Ελλάδα θα προσφύγει στο ΔΝΤ για να αναχρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις της με «λογικό επιτόκιο». Για να στηρίξει μάλιστα την απειλή, επιστράτευσε το επιχείρημα, ότι το ΔΝΤ δεν θα ζητήσει από τη χώρα τίποτε περισσότερο από αυτά που κάνει ήδη, και επιπλέον αυτού θα μας δώσει και χρήματα.


Πέρα από το ότι κάποιοι Υπουργοί και στελέχη στο περιβάλλον του Πρωθυπουργού θεωρούν εδώ και μήνες το ΔΝΤ την μόνη λύση στο πρόβλημα, η «απειλή» είχε το πλεονέκτημα να ενοχλεί πολλούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τον Νικολά Σαρκοζί, που δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να αποκτήσει ρόλο στην «ελληνική κρίση» ο επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν, ένας πιθανός αντίπαλος του στις επόμενες προεδρικές εκλογές ως την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Κομισιόν που δεν ήθελαν την εμπλοκή ενός εξωευρωπαϊκού οργανισμού στα χωράφια τους.


Ο ελιγμός μέσω ΔΝΤ πάντως αποδείχτηκε δίκοπο μαχαίρι. Πρώτον δεν ήταν αρκετά πειστικός: Οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι μια χώρα δεν μπορεί να ανοίξει δανειακή γραμμή μεγαλύτερη από ένα πολλαπλάσιο των Special Drawing Rights που αντιστοιχούν στη συνδρομή της στον οργανισμό και όπως μας πληροφόρησε την Παρασκευή η Μιράντα Ξαφά (που θα πρέπει να το ξέρει αφού ήταν εκπρόσωπος μας στον οργανισμό) αυτό το ποσό δεν ξεπερνά τα 10 δις ευρώ, και άρα δεν καλύπτει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους ως το τέλος Μαίου. Αυτά τα ποσά δεν δίνονται απευθείας αλλά σε δόσεις, ανάλογα με την πρόοδο που σημειώνει μια χώρα σε σχέση με τους όρους που της επιβάλλει το Ταμείο. Τέλος για να υπάρξει εκταμίευση, θα πρέπει να συναφθεί μια σύμβαση με τον οργανισμό η οποία και χρονοβόρα είναι, και πρόσθετους όρους θα προβλέπει (ανάμεσα τους και τον ορισμό ενός επιτηρητή του ταμείου στην Ελλάδα, ο οποίος θα υποκαθιστά τουλάχιστον το οικονομικό επιτελείο, όπως ο Κεμαλ Ντερβίς στην Τουρκία, το 1994). Τις αμφιβολίες του για το κατά πόσον η ελληνική κυβέρνηση το εννοεί τις εξέφρασε Ευρωπαίος διπλωμάτης σε κορυφαίο οικονομικό παράγοντα των κυβερνήσεων Σημίτη, επισημαίνοντας του πως αν ήθελε να δώσει πειθώ στο επιχείρημα αυτό ο Πρωθυπουργός θα έπρεπε να είχε επισκεφτεί το ΔΝΤ στη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ουάσιγκτον.


Το δεύτερο μειονέκτημα που είχε ο ελιγμός αυτός ήταν ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί η μπλόφα, να μας πουν οι Ευρωπαίοι «ωραία λοιπόν, πηγαίνετε». Στο επιτελείο του Πρωθυπουργού όφειλαν να γνωρίζουν, ότι μπορεί πρωτίστως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και δευτερευόντως η ίδια η καγκελάριος να μην αισθάνονταν άνετα με αυτό το ενδεχόμενο, το να πάει η Ελλάδα στο ΔΝΤ όμως είναι η πάγια θέση όλων των σχολίων σε εκείνη τη μερίδα του γερμανικού τύπου, η οποία εκφράζει το κατεστημένο που κυβερνά σήμερα τη Γερμανία. Ανάμεσα στο να σώσει το κύρος της Ευρωζώνης ή τον κυβερνητικό συνασπισμό του Βερολίνου, η Μέρκελ επέλεξε το δεύτερο και η κυβέρνηση, έκπληκτη, είδε και άκουσε να της υποδεικνύουν ανοικτά την προσφυγή στο ΔΝΤ.


Αυτή ήταν η πιο δυσάρεστη εξέλιξη, γιατί ο καθένας ξέρει, ότι το ΔΝΤ είναι δρόμος χωρίς επιστροφή, ομολογία χρεωκοπίας, αδυναμίας να τα καταφέρεις μόνος σου. Η κυβέρνηση όμως δεν ήθελε αυτό, ήθελε απλά να δανειστεί φθηνότερα. Εξ’ ου και ο Πρωθυπουργός έβαλε νερό στο κρασί του στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο, λέγοντας ότι θα τα καταφέρουμε μόνοι μας. Αυτό όμως έγινε αφού είχαν ανάψει φωτιές σε όλη την Ευρώπη, αφού είχε επανέλθει το «ελληνικό ζήτημα» στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, αφού ξαναφούντωσε η κερδοσκοπία με τα ελληνικά ομόλογα και αφού είχαμε επιτρέψει να συζητούνται στα ευρωπαϊκά φόρα στα πολύ σοβαρά σενάρια εμπλοκής του ΔΝΤ στην διευθέτηση του ελληνικού προβλήματος (στο πρότυπο της χρεοκοπημένης Ουγγαρίας) και αφού έχει προσλάβει ένα χαρακτήρα συνάντησης με το πεπρωμένο στη Σύνοδο Κορυφής της 25ης Μαρτίου – που δεν θα έπρεπε να έχει. «Μεγάλη αναταραχή, ωραία κατάσταση», έλεγε ο σύντροφος Μάο. Κατά παράξενο τρόπο, αυτή ακριβώς είναι και η ιδεολογία των κερδοσκόπων.


Με μεγάλη καθυστέρηση, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται όλοι αυτό που έγραψε ο Κώστας Καλλίτσης στην «Καθημερινή», ότι «δηλαδή στο ΔΝΤ προσφεύγει μια χώρα μόνον αν τελεί υπό πτώχευση και ότι κανείς διανοείται να βάλει τον Οργανισμό καπέλο στη χώρα του, μόνο και μόνο επειδή θα πληρώσει τα δάνεια του λίγο ακριβότερα». Αυτό ακριβώς όμως έκανε η χώρα μας τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες και το έκανε για 240 εκ. ευρώ - ασφαλώς ένα μεγάλο κονδύλι, ελάχιστα καθοριστικό όμως απέναντι στα 10 δις ευρώ που πρέπει να εξοικονομηθούν στον προϋπολογισμό του 2010. Για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται, αυτά τα χρήματα περίπου μπορεί να λείπουν, ή να είναι περίσσευμα του προϋπολογισμού το Δεκέμβρη του 2010 αν η ανάπτυξη αποκλίνει κατά 0,5% από τις παραδοχές - και ποιος μπορεί να το πει αυτό με ακρίβεια σήμερα;


Γι’ αυτήν την εξέλιξη, έχει μεγάλη ευθύνη το οικονομικό επιτελείο και κυρίως το υπουργείο Οικονομικών, το οποίο αναγόρευσε το κόστος δανεισμού σε θεολογικό ζήτημα, φούντωσε το θέμα και έβαλε έτσι την Ελλάδα σε ένα μονόδρομο, στο οποίο καθόλου δεν έπρεπε να βρίσκεται. Αυτό είναι κάτι που χρεώνεται εξ’ ολοκλήρου ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος είναι ήδη έξι μήνες υπουργός, άρα δεν έχει πια το ελαφρυντικό της απειρίας. Και είναι κρίμα για τον Πρωθυπουργός Γιώργο Παπανδρέου που και διεθνή ερείσματα έχει και δραστήριος είναι και με όλες του τις δυνάμεις παλεύει να αποτρέψει τα χειρότερα για τη χώρα, να δέχται εισηγήσεις από ένα οικονομικό επιτελείο που πάσχει από έλλειψη διορατικότητας.


Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι σε ότι αφορά στο ΔΝΤ θα πρέπει να υπάρξει από ελληνικής πλευράς γρήγορα αποκλιμάκωση γιατί όπως επισημαίνει και ο Καλλίτσης, όταν «όταν ένα κράτος αρχίζει να διαδίδει ότι θα προσφύγει στο ΔΝΤ, κλονίζει την όποια εμπιστοσύνη απέναντι του». Και είναι εξαιρετικά αμφίβολο, πως ακόμα και αν αυτή η τακτική μας βγει και η Σύνοδος Κορυφής της 25ης Μαρτίου καταλήξει σε συμφωνία για διμερή δανεισμό από κάποιες χώρες κάτω από την ομπρέλα της Κομισιόν (η Γερμανία σηματοδότησε ότι δεν θα το αποτρέψει, δεν αναμένεται όμως να συμμετάσχει και ενδεχομένως να θέλει να δει και κατά πόσο είναι διατεθειμένοι οι υπόλοιποι εταίροι να βάλλουν το χέρι στην τσέπη) ότι αυτό θα αποκαταστήσει την πιστοληπτική μας αξιοπιστία. Μάλλον πιο αμφίβολη θα γίνει, αν προχωρήσουμε σε τέτοιου είδους δανεισμό.


Όμως και ανεξάρτητα από το όποιο αποτέλεσμα της Συνόδου Κορυφής της 25ης Μαρτίου, η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, στην ανάγκη καλύπτοντας τις ανάγκες της με 6,25%. Ούτως ή άλλως αυτός είναι ο μεγάλος σκόπελος σε ότι αφορά στην αναχρηματοδότηση του χρέους για φέτος. Σύμφωνα με τον κ. Χριστοδούλου, τον Ιούνιο λήγουν εκδόσεις ύψους 897 εκ. ευρώ, τον Ιούλιο 4,7 δις ευρώ και τον Αύγουστο 2,4 δις. ευρώ, ενώ το τελευταίο τρίμηνο οι ανάγκες αναχρηματοδότησης αθροίζονται σε 2,7 δις ευρώ. Όλα αυτά κινούνται στο επίπεδο του εφικτού, είναι δηλαδή διαχειρίσιμα. Αρκεί να μην υπάρξει κάποια σύσταση από πλευράς των Εταίρων μας στη Σύνοδο της Πέμπτης, να προσφύγουμε στο ΔΝΤ ή σε κάποιο μεικτό σχήμα με το ΔΝΤ όπως συζητείται και γράφεται εντόνως τις τελευταίες ημέρες στη χώρα μας. Γιατί τότε και να θέλουμε δεν θα έχουμε πια τη δυνατότητα να μην πάμε…
http://www.newstime.gr/?i=nt.el.article&id=37471