`
Μυστήριο καλύπτει τις διεργασίες μεταξύ Αθήνας- Βρυξελλών- Βερολίνου και Ουάσιγκτον για τη μορφή που θα πάρει η «βοήθεια» προς την Ελλάδα στην αναμέτρηση με τους διεθνείς πιστωτές. Ενώ η κυβέρνηση ολοκληρώνει το πρώτο πακέτο σκληρής λιτότητας με ένα φορολογικό νομοσχέδιο που βάζει ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη μισθωτών και μικρομεσαίων, την ίδια στιγμή διαμηνύει στους Ευρωπαίους εταίρους της ότι κρατά το βλέμμα στραμμένο στο ΔΝΤ.
Η επιμονή του πρωθυπουργού να διακηρύσσει δημόσια την ύστατη «εναλλακτική» λύση προκαλεί ερωτήματα. Την περασμένη Πέμπτη, αφού οι δηλώσεις Παπανδρέου ότι «η Ελλάδα δεν ζητάει βοήθεια ούτε από το ΔΝΤ ούτε από τους Ευρωπαίους εταίρους» προκάλεσαν την εντύπωση υπαναχώρησης από την «εναλλακτική» λύση, λίγο μετά διέρρεαν διορθωτικές αναφορές του ίδιου, στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, ότι «δεν είναι επιλογή μας το ΔΝΤ, αλλά αν βρεθούμε σε αδιέξοδο δεν έχουμε άλλο δρόμο».
Η απλούστερη ερμηνεία αυτής της επιμονής είναι ότι ο πρωθυπουργός επιχειρεί να ασκήσει έναν ηθικό – πολιτικό εκβιασμό στους 27 της Ε.Ε. ενόψει της Συνόδου Κορυφής την ερχόμενη Πέμπτη και να πυροδοτήσει τις ανεξέλεγκτες αντιθέσεις ακόμη και εντός του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης. Τελικός στόχος του «εκβιασμού» είναι να αποσπάσει μια σαφέστερη στήριξη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης Μαρτίου. Για τη μορφή της στήριξης οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Η Κομισιόν διαρρέει ότι έχει έτοιμο σχέδιο που θα λάβει είτε τη μορφή
διμερών δανείων από «εθελόντριες» χώρες της Ε.Ε. είτε τη μορφή ευρωομολόγου, ενώ η ελληνική κυβέρνηση επιμένει ότι της είναι αρκετή μια «ισχυρή πολιτική απόφαση» η οποία θα μειώσει αισθητά τα επιτόκια στον επικείμενο δανεισμό 20 έως 25 δισ. ευρώ του Απριλίου.
Και τα δύο σενάρια προσκρούουν στην πεισματική άρνηση της Γερμανίδας καγκελαρίου, που για δικούς της λόγους (μεταξύ των οποίων και οι τοπικές εκλογές του Μαΐου στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία), ενισχύει και αυτή το σενάριο του ΔΝΤ. Η Άνγκελα Μέρκελ, που απογείωσε τον ρητορικό πόλεμο της εβδομάδας, εμμένει στη «τιμωρία όσων παραβιάζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας με αποβολή από την Ευρωζώνη». Η τοποθέτησή της προκάλεσε αντιδράσεις που έφεραν στον αφρό συνθήκες πραγματικής αποσύνθεσης στον σκληρό πυρήνα της ευρωκρατίας.
Οι αντιθέσεις διαπερνούν οριζοντίως όλες τις «καθεστωτικές» πολιτικές ομάδες της Ε.Ε. Ο αρχηγός των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών Στάινμαγερ κατηγόρησε για κυνισμό τη Μέρκελ, ενώ ο ίδιος υπουργός Οικονομίας της κυβέρνησής της, Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, λίγες μέρες πριν, είχε χαρακτηρίσει ομολογία αποτυχίας της Ε.Ε. ενδεχόμενη προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ. Με αντίστοιχη οξύτητα επιτέθηκε στη Μέρκελ ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων στο Ευρωκοινοβούλιο, Γκι Φέρχοσταντ. Τέλος, ακόμη και ο δεύτερος πόλος του Γαλλογερμανικού άξονα, πήρε τις
αποστάσεις του. Η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ «κάρφωσε» την καγκελαρία δηλώνοντας «πως το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας ενδέχεται να αποβεί αβάστακτο για τους εταίρους της στο ευρώ».
Σ’ αυτό το πρωτοφανές γαϊτανάκι αντιθέσεων προβάλλονται τα εξής καταλυτικά στοιχεία:
Πρώτον, η αγωνία ακόμη και των «θηρίων» της Ε.Ε. που πρόκειται να βγουν προσεχώς στις αγορές για δανεισμό, μήπως το ελληνικό πρόβλημα συμπαρασύρει και τα δικά τους επιτόκια.
Δεύτερον, η ξεχασμένη αντίθεση Γαλλίας – Γερμανίας για το είδος ένωσης που θέλουν για την Ε.Ε., με την πρώτη να αναζητεί περισσότερο χώρο για τα δικά της προϊόντα και τη δεύτερη να συγκαλύπτει τον ιδιότυπο προστατευτισμό της με την απαίτηση για ακόμη πιο άκαμπτη «ορθοδοξία» του Συμφώνου Σταθερότητας.
Τρίτον, η συρρίκνωση της ευρωπαϊκής «αλληλεγγύης» στο μοναδικό στοιχείο στο οποίο πραγματικά ομονοούν οι ελίτ της ευρωζώνης: ότι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών προς κάθε υπό πτώχευση χώρας περνά από τη συμπίεση του εργατικού κόστους εν ονόματι της «ανταγωνιστικότητας». Ως εκ τούτου, ο εικαζόμενος «εκβιασμός» Παπανδρέου προς τους εταίρους στην Ε.Ε., ακόμη κι αν ρισκάρει ένα ακραίο σενάριο διάλυσης της Ευρωζώνης, τελικό θύμα έχει τους μισθωτούς και τους ασθενέστερους καταναλωτές και φορολογούμενους.
Γιάννης Κιμπουρόπουλος