Μαρία Λιβανού
Επιτέλους, αν και κακή, βρέθηκε η λύση. Όπως διαβάζουμε στο δημοσίευμα των Financial Times, μετά από εβδομάδες...παρακαλετών για πολιτική και οικονομική υποστήριξη, η Άνγκελα Μέρκελ φαίνεται έτοιμη να στείλει την Ελλάδα να…ζητιανέψει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οι λόγοι που επικαλείται η Γερμανία για να δικαιολογήσει τη στάση της είναι νομικοί. Παλαιότερα, το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας είχε μεταφράσει τις ρήτρες σταθερότητας του ευρωπαϊκού δικαίου, με τον αυστηρότερο τρόπο. Αυτές οι αποφάσεις, έχουν στιγματίσει τους Γερμανούς κυβερνητικούς αξιωματούχους. Είναι δύσκολο να πει κανείς κατά πόσο αυτό πρόκειται για δικαιολογία ή πραγματικότητα. Πιθανόν, να είναι συνδυασμός και των δύο.
Ακούγονται διάφορα σενάρια ότι ίσως και να υπάρχει ελπίδα να βρεθεί μια λύση στην διάσκεψη των Βρυξελλών αυτή την εβδομάδα μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι οι Ευρωπαίοι θα συμφωνήσουν να συζητήσουν επί της…φοβιστικής γερμανικής ατζέντας για μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας της Ευρώπης. Ένα τέτοιο σενάριο θα συμπεριελάμβανε πιο αυστηρούς κανόνες και τον όρο της αποχώρησης που όλοι φοβούνται.
Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα συνεχίζει το δημοσίευμα, θα σημάνει την αρχή του τέλους για την ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ένωση όπως τη γνωρίζουμε. Αυτή είναι η πραγματική σημασία της ιστορικής απόφασης της κυρίας Μέρκελ.
Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που έχει προβλήματα. Χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία δεν μπορούν να συνυπάρξουν σε μια νομισματική ένωση υπό τις υπάρχουσες πολιτικές καταστάσεις, δίπλα στη Γερμανία. Μπορεί να υπάρχουν πολλές ακόμα που τα προβλήματα δεν είναι ακόμα τόσο προφανή.
Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου ο όρος της «μη διάσωσης» βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχτ, που ήτο υπό αμφισβήτηση για δέκα χρόνια, ξαφνικά είναι απόλυτα αξιόπιστος. Τη στιγμή που θα πατήσει το πόδι της στο ΔΝΤ η Ελλάδα, πάσα αμφιβολία θα σβήσει. Για μένα, τρία θα έπρεπε να είναι τα βήματα της Ευρώπης για να επιβιώσει μακροπρόθεσμα η ευρωζώνη: να θεσπίσει ένα μηχανισμό διάσωσης, έναν μηχανισμό αντιμετώπισης των εσωτερικών ανισοτήτων και έναν τραπεζικό μηχανισμό που να επιτηρεί την κατάσταση.
Η συζήτηση για το θέμα των ανισοτήτων έχει αρχίσει να υποχωρεί. Θα ήταν παράλογο να ζητήσει κανείς από τη Γερμανία να αυξήσει τους μισθούς και να μειώσει τις εξαγωγές αλλά τα παράπονα για την έλλειψη εγχώριας ζήτησης είναι λογικά. Το Βερολίνο πρέπει να αποδεχτεί ότι πρέπει να αλλάξει πολιτική. Όμως στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίθετο. Ο υπουργός Οικονομίας Ράινερ Μπρουντέρλ δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να κάνει η κυβέρνηση για τη ζήτηση γιατί η κατανάλωση είναι καθαρά θέμα των πολιτών. Ένα ανώτατο στέλεχος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας παρομοίασε την νομισματική ένωση με μια ομάδα ποδοσφαίρου όπου η Γερμανία είναι αρχηγός. Μακροπρόθεσμα, η διατήρηση των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών είναι ακόμη πιο ανησυχητικό φαινόμενο, αφού γιγαντώνει το χάσμα μεταξύ της Γερμανίας και των υπολοίπων χωρών.
Στο θέμα της επιτήρησης των τραπεζών, ο βασικός λόγος για ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα είναι μακροοικονομικός. Σε μια νομισματική ένωση, οι ανισότητες δεν θα είχαν τόση σημασία αν το τραπεζικό σύστημα ήταν ενιαίο. Από τη στιγμή που οι τράπεζες μπορούν να δανείζονται από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, ακόμα και ακραίες καταστάσεις όπου υπάρχει αποταμιευτικό έλλειμμα, δεν θα είχαν καμία σημασία σε καλές εποχές. Όμως σε περιόδους κρίσης, τα πράγματα αλλάζουν. Αν το τραπεζικό σύστημα ήταν ενιαίο, οι ανισότητες θα υφίσταντο μεν, αλλά θα ανησυχούσαμε πολύ λιγότερο αφού θα ήταν σαν να υπήρχε αποταμιευτικό έλλειμμα σε μια πολιτεία μιας χώρας.
Η έλλειψη μηχανισμού διάσωσης, μιας στρατηγικής μείωσης των ανισοτήτων καθώς και ενός κοινού τραπεζικού συστήματος είναι θέματα τα οποία οι επενδυτές και οι πολιτικοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους όταν παίρνουν μακροπρόθεσμες αποφάσεις. Η πραγματικότητα, τονίζει το δημοσίευμα είναι ότι με τον τρόπο που λειτουργεί η ευρωζώνη σήμερα, δεν είναι νομισματική ένωση αλλά ένα συνοθύλευμα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Στο παρελθόν οι διεθνείς επενδυτές έδειχναν μεγάλη εμπιστοσύνη στους Ευρωπαίους πολιτικούς. Πίστεψαν τις δηλώσεις υποστήριξης του πρώην Γερμανού υπουργού των Οικονομικών Πιερ Στέινμπρουκ τον Φεβρουάριο του 2009 προς την Ιρλανδία και την Ελλάδα, οπότε και σταμάτησαν τις κερδοσκοπικές επιθέσεις. Πίστεψαν επίσης, όπως πίστεψα και εγώ ο ίδιος, ότι οι πολιτικοί ηγέτες τελικά θα έπρατταν το σωστό, αφού πρώτα θα είχαν εξαντλήσει τα άλλα ενδεχόμενα. Ο σημερινός πολιτικός διάλογος στο Βερολίνο δεν με πείθει πλέον καθόλου.
Η κυρία Μέρκελ δεν πιστεύει στο ιστορικό πεπρωμένο αντιθέτως με τον προκάτοχό της τον κύριο Κολ. Όσο υπαρκτά και αν είναι τα συνταγματικά νομικά κολλήματα, πιστεύω ότι ο κύριος Κολ ποτέ δεν θα είχε κρυφτεί πίσω από τέτοιου είδους τεχνικά ή νομικά επιχειρήματα για ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Οι τωρινοί Ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν καθόλου ένστικτο. Όταν λοιπόν η κυρία Μέρκελ και οι συνάδελφοί της βλέπουν το παγόβουνο να έρχεται κατά πάνω τους, αντί να τρέξουν στο πηδάλιο τρέχουν στους δικαστές. Δεν προδικάζω την καταστροφή. Απλά λέω ότι οι τωρινές πολιτικές αποφάσεις δεν εξασφαλίζουν την επιβίωση της ευρωζώνης.
Διαβάστε ολόκληρο το δημοσίευμα:http://www.ft.com/cms/s/0/6165e3b6-3510-11df-9cfb-00144feabdc0.html